διδακτορικός

διδακτορικός
[дидакторикос]εκ. относящийся к учебной степени доктора наук,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διδακτορικός" в других словарях:

  • διδακτορικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον διδάκτορα ή τη διδακτορία («διδακτορικό δίπλωμα, διδακτορική διατριβή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή εκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • διδακτορικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο διδάκτορα: Εγκρίθηκε η διδακτορική διατριβή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»